υποσταθμός

υποσταθμός
ο
δεύτερης σημασίας σταθμός που υπάγεται σε άλλον κεντρικό: Υποσταθμός της ΔΕΗ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποσταθμός — και υπόσταθμος, ο, Ν 1. δευτερεύων σταθμός που υπάγεται σε άλλον, κεντρικό 2. τεχνολ. σύνολο από συσκευές μετασχηματισμού και διανομής τής ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες είναι εγκατεστημένες σε κτίσμα ή στο ύπαιθρο και χρησιμοποιούνται για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”